- ιππίσκος
- ἱππίσκος ὁ (Α)(υποκορ. τού ίππος)1. μικρό άγαλμα ίππου2. στολίδι τού κεφαλιού3. ως κύριο όν. Ἱππίσκοςτίτλος κωμωδίας τού Αλέξιδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μην-ίσκος, πυργ-ίσκος)].
Dictionary of Greek. 2013.