ιππίσκος

ιππίσκος
ἱππίσκος ὁ (Α)
(υποκορ. τού ίππος)
1. μικρό άγαλμα ίππου
2. στολίδι τού κεφαλιού
3. ως κύριο όν. Ἱππίσκος
τίτλος κωμωδίας τού Αλέξιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μην-ίσκος, πυργ-ίσκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἱππίσκος — small statue of a horse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππίσκον — ἱππίσκος small statue of a horse masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππίσκῳ — ἱππίσκος small statue of a horse masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”